αποκαλυπτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που συντελεί στην αποκάλυψη: Η κατάθεση του μάρτυρα ήταν πολύ αποκαλυπτική. 2. αυτός που έχει σχέση με την αποκάλυψη μυστηρίων ή της βούλησης του Θεού: Στην αποκαλυπτική χριστιανική φιλολογία ανήκει η «Αποκάλυψη» του… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
апокалипсис — откровение , церк., также др. русск., из греч. ἀποκάλυψις. Наряду с этим: апокалиптический, из греч. ἀποκαλυπτικός, но апокалипсический (Мельников) под влиянием формы апокалипсис … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
apocalíptico — ► adjetivo 1 Que tiene relación con el apocalipsis. 2 Que es espantoso o tremendo: ■ relató con voz grave y profunda su visión apocalíptica. 3 Fantástico, enigmático: ■ animales apocalípticos. * * * apocalíptico, a 1 adj. Relacionado con el… … Enciclopedia Universal
αποκαλυπτήριος — α, ο 1. αυτός που αποκαλύπτει, αποκαλυπτικός 2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα αποκαλυπτήρια α) η δημόσια τελετή για την αποκάλυψη ανδριάντα ή έργου τέχνης β) μτφ. η δημόσια αποκάλυψη κακών πράξεων ή σχεδίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποκαλύπτω. Η λ. στον… … Dictionary of Greek
εκφαντικός — ή, ό (AM ἐκφαντικός, ή, όν) Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός «δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.) δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών… … Dictionary of Greek
εκφαντορικός — ἐκφαντορικός, ή, όν (AM) Ι. εκφαντικός, αποκαλυπτικός, εξαγγελτικός, ερμηνευτικός, παραστατικός II. επίρρ. ἐκφαντορικῶς ερμηνευτικὼς, παραστατικώς … Dictionary of Greek
εξομολογητικός — ή, ό (AM ἐξομολογητικός, ή, όν) [εξομολογητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εξομολόγηση νεοελλ. αυτός που περιέχει εξομολόγηση, αποκαλυπτικός αρχ. μσν. εκείνος που περιέχει ομολογία τής ευγνωμοσύνης και ευχαριστία προς τον ευεργέτη … Dictionary of Greek
εξπρεσιονισμός — Καλλιτεχνικό και λογοτεχνικό κίνημα. Εκδηλώθηκε στη Γερμανία από το 1910 έως το 1925 και αντιπροσωπεύει τη γερμανική παραλλαγή της μεγάλης ευρωπαϊκής επανάστασης της πρωτοπορίας. Τον όρο ε. χρησιμοποίησε πρώτη φορά το 1901 στη Γαλλία ο ζωγράφος… … Dictionary of Greek
παραστατικός — ή, ό / παραστατικός, ή, όν, ΝΑ [παραστάτης] νεοελλ. 1. αυτός που αναφέρεται στην παράσταση ή που έχει γίνει με τη βοήθεια προϋπαρχουσών παραστάσεων («παραστατική διδασκαλία») 2. αυτός που έχει την ικανότητα ή την ιδιότητα να παριστάνει, να… … Dictionary of Greek
φανερωτικός — ή, ό, Ν [φανερῶ / ώνω] αυτός που οδηγεί στην φανέρωση, αποκαλυπτικός … Dictionary of Greek